-
1 πλοῦτος
πλοῡτος (-ος, -ου, -ῳ, -ον.)1 wealthμεγάνορος ἔξοχα πλούτου O. 1.2
αἰὼν δ' πλοῦτόν τε καὶ χάριν ἄγων O. 2.10
ὁ μὰν πλοῦτος ἀρεταῖς δεδαιδαλμένος φέρει τῶν τε καὶ τῶν καιρόν O. 2.53
πλοῦτος ὁ λαχὼν ποιμένα ἐπακτὸν ἀλλότριον, θνᾴσκοντι στυγερώτατος O. 10.88
Δίκα καὶ ὁμότροφος Εἰρήνα, τάμἰ ἀνδράσι πλούτου O. 13.7
πλούτου στεφάνωμ' ἀγέρωχον P. 1.50
εἰ δέ μοι πλοῦτον θεὸς ἁβρὸν ὀρέξαι P. 3.110
“ πλοῦτον πιαίνων” P. 4.150ὁ πλοῦτος εὐρυσθενής P. 5.1
νόῳ δὲ πλοῦτον ἄγει P. 6.47
πέταται ὑποπτέροις ἀνορέαις, ἔχων κρέσσονα πλούτου μέριμναν P. 8.92
ἕποιτο μοῖρα καὶ ὑστέραισιν ἐν ἁμέραις ἀγάνορα πλοῦτον ἀνθεῖν σφίσιν P. 10.18
οὐκ ἔραμαι πολὺν ἐν μεγάρῳ πλοῦτον κατακρύψαις ἔχειν N. 1.31
Κινύραν ἔβρισε πλούτῳ N. 8.18
δένδρεά τ' οὐκ ἐθέλει πάσαις ἐτέων περόδοις ἄνθος εὐῶδες φέρειν πλούτῳ ἴσον N. 11.41
εἰ δέ τις ἔνδον νέμει πλοῦτον κρυφαῖον I. 1.67
εὐτυχήσαις ἢ σὺν εὐδόξοις ἀέθλοις ἢ σθένει πλούτου I. 3.2
καὶ ματρόθε Λαβδακίδαισιν σύννομοι πλούτου διέστειχον τετραοριᾶν πόνοις (v. διαστείχω) I. 3.17 “πλούτου πειρῶν Pae. 4.46
ἕσπετο δ' αἰενάου πλούτου νέφος fr. 119. 4. πελάγει δ' ἐν πολυχρύσοιο πλούτου πάντες ἴσᾳ νέομεν fr. 124. 6. -
2 πῑαίνω
πῑαίνω, fett machen, mästen; ἡ γῆ τἀμὰ πιαίνει βοτά, Eur. Cycl. 332; Plat. Legg. VII, 807 a u. Sp., wie Pol. 34, 2, 15; auch = den Erdboden fett machen, ihn düngen, befruchten, sowohl vom Miste, als von den Bewässerungen übertretender Ströme; u. übertr., ἔγωγε μὲν δὴ τήνδε πιανῶ χϑόνα, Aesch. Spt. 569; übtr., vermehren, vergrößern, verstärken, Pind. πλοῠτον, P. 4, 150; auch ἔχϑεσιν πιαινόμενον, P. 2, 58, der sich daran freu't, vgl. Aesch. ἦ σ' ἐπίανέν τις ἄπτερος φάτις, Ag. 267; med., πιαίνου μιαίνων τὴν δίκην, Ag. 1654; οὐ γὰρ πιαίνει ταῦτα μυχοὺς πόλεως, Xenophan. Col. bei Ath. X, 414 c; auch λόγοις, was B. A. 51, 6 durch παραμυϑεῖσϑαι erkl. wird. – Opp. Hal. 5, 372 sagt von Fischen ἑὴν φρένα πιαίνοντες, u. 5, 620 πιαίνων ἐς ἄεϑλα μέλος αὐδῆς, statt γυμνάζων, παρασκευάζων; von Küssen, πιαίνων μάστακα, Agath. 8 (V, 294); – πεπίασμαι steht Ael. H. A. 13, 25.
См. также в других словарях:
πιαίνω — Α [πίων] 1. παχαίνω κάτι, κάνω κάτι παχύ («πιαίνειν τὸ σῶμα», Ιπποκρ.) 2. παθ. πιαίνομαι γίνομαι παχύς, παχαίνω («πιαίνεται δὲ πάντα πρεσβύτερα μᾱλλον ἢ νεώτερα ὄντα», Αριστοτ.) 3. (σχετικά με τη γη) λιπαίνω, κοπρίζω («τόνδε πιανῶ γύην μάντις… … Dictionary of Greek